Από τον Γρηγόρη Παπαρήγα.
Πριν μερικές μέρες επέστρεφα στο σπίτι μου με το μετρό. Μέσα στον θόρυβο των συρμών και τη βουή από τον κόσμο, για να σκοτώνω τον χρόνο, παρατηρούσα τα πρόσωπα των ανθρώπων.
Άλλοι φαίνονταν σκεπτικοί, άλλοι σκυθρωποί, άλλοι μονολογούσαν, άλλοι κλεισμένοι στον εαυτό τους άκουγαν μουσική, φορώντας τα ακουστικά τους και άλλοι μιλούσαν στα κινητά ή με κάποιον της παρέας τους, ανέκφραστοι.
Σε μια άκρη κοντά στην πόρτα ήταν όμως, ένα ζευγαράκι μικρών παιδιών. Σκάρτα να ήταν 15 ή 16. Το αγόρι κράταγε σφιχτά στην αγκαλιά του το κορίτσι και τα πρόσωπά τους κοντά κοντά, φεγγοβολούσαν, ενώ τα χαμόγελά τους «ακουμπούσαν το ένα το άλλο».
Κι ενώ ο συρμός σερνόταν σαν το φίδι στην τρύπα του κάνοντας εκκωφαντικό θόρυβο, σταματώντας στους σταθμούς για να βγάλει από την κοιλιά του όσους έφταναν στον προορισμό τους και να καταπιεί για ...λίγο καινούργιο κόσμο, το ζευγάρι στεκόταν ατάραχο εκεί, σαν ένα διαμάντι μέσα στο κάρβουνο, να ξεχωρίζει.
Ένα φιλί τους σταμάτησε το χρόνο και ενώ όλοι έμπαιναν, έβγαιναν σπρώχνονταν, ψάχνοντας ένα σημείο να στηριχτούν, αυτοί σαν αναγεννησιακά αγάλματα έμεναν εκεί, ενωμένοι, στον δικό τους χωροχρόνο, στη δική τους διάσταση, μακριά από όλους και όλα.
Δεν τους ακουμπούσε τίποτε. Ούτε τα άγχη και οι προβληματισμοί της ζωής ούτε τα χρήματα και οι λογαριασμοί που τρέχουν, ούτε η ζωή και ο θάνατος.
Ήταν εκεί ο ένας για τον άλλον σε ένα διάστημα «τεσσάρων στάσεων».
Ξάφνου η "Κυρά" του φιδιού ανακοίνωσε την επόμενη στάση και τα δυο παιδιά πιασμένα χέρι χέρι πήδηξαν ανάλαφρα έξω από την κοιλιά του τέρατος και βγήκαν στο φως, αφήνοντας όλους εμάς πίσω τους και μακριά τους, ξεχασμένα κουφάρια, στην σπηλιά μας εκεί. Στο σκοτάδι, μέσα στην κοιλιά του φιδιού.
Να 'ναι καλά αυτά τα δύο χελιδόνια. Να 'ναι καλά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου