Σάπιες
ντομάτες και βρώμικοι πάγκοι,
κόκκινο
λάδι και μισοάδεια μπουκάλια με σφραγισμένο καπάκι.
Νερό με
ασήμι και γκρίζος καφές,
η
αδιαφορία της ρουτίνας και η ανεμελιά της συνήθειας.
Κίτρινισμένα
τσιγάρα και παιδικά χαμόγελα,
νοσηρή
υγρασία και κρύο παντού,
άδεια
κομμάτια σε χορταριασμένο χάρτινο πάζλ.
Ρούχα με
χρώματα άγνωστα πια,
πάνω σε
ανύπαρκτους κορμούς σαν συνήθεια που την προσπερνάς και δεν την σέβεσαι.
Η ζωή
που περνά κι εσύ δεν ακούς.
Γερμένοι
τοίχοι κι ένας απορροφητήρας να βήχει βουβά πίσω από διαχωριστικά,
κόκκινα,
ενός
αυτοκινήτου που ποτέ δεν ήθελες και οι πέντε ρόδες του σε πάταγαν για να σε πονέσουν
χωρίς να σε πηγαίνουν πουθενά παρά μόνο στο χώρο.
Σπασμένα
κοχύλια σε όρθιο αγκάθινο χρόνο,
βουνό
που σε προσπερνάει ενώ εσύ τρέχεις,
δεν την
φαντάστηκες έτσι την άνοιξη κι αυτή κράτησε μόνο μια μακρινή μέρα.
Τώρα δεν
τρέχω πια.
Δεν θέλω
να σφίγγω γροθιές τα χέρια μου για να ζήσω.
Ένα
πιάτο κι ένα τσιγάρο να έχει σβήσει
και να
το κρατάς καιρό τώρα στο πάνω τελευταίο τάστο του μπαγλαμά σου.
Ριπές
μουσικής, άναρθροι ήχοι που τρυπώνουν στο υποσυνείδητο,
μουσική
νότες και ψίθυροι σε μια αποπνικτική ελεγεία του «θυμάσαι»;
Σταματώ
για να αρχίσω σε άλλο ρυθμό
ή
ξεκουράζομαι για κάτι που δεν μπορώ να μάθω;
Ταμπέλες
που κρέμονται γιατί εγώ τις έβαλα εκεί για να τις βλέπουν οι άλλοι
κι εγώ
κρυμμένος πίσω τους, φυλάω την κερκόπορτα μήπως και δεν έρθει ο Εφιάλτης.
Αέρας
που παίρνει τις μνήμες από τις κορδέλες ανέμελων κοριτσιών που μέλημά τους ήταν
ο έρωτας
και στροβιλίζονταν
στο κενό όμορφης και δελεαστικής ματαιοδοξίας,
τί
όμορφα που ήταν στις στροφές και στο απαλό άγγιγμα τους,
όταν
ακουγόταν η φωνή που έβγαινε μέσα από τα δαγκωμένα χείλη
εξαιτίας
της ηδονής του δευτερολέπτου;
Μυρωδιές
από μαλλιά ξέπλεκα στο χορό των χεριών άσπρων λουλουδοστεφανωμένων μαγισσών,
εκατομμύρια
νύχτες πριν σε πάρει ο χρόνος, που λικνίζονταν στην μνήμη σου σαν μυστικό κρυφό φυλαχτό,
αστεριών που έσβησε ο γεμάτος μαβί σύννεφα ουρανός της ζωής μου
Πόσο
μακρινή έδειχνε τούτη η ελεγεία του αλλοπρόσαλλου μυαλού
που
βασιλιάς κάποτε,
δοξαζόταν
στον θρόνο του από τον ίδιο, χωρίς να ξέρει ο φτωχός,
ότι
αυλικός στο ίδιο κάστρο με τους φόβους του ήταν κι αυτός.