Από τον Γρηγόρη Παπαρήγα.
Τα φθινοπωρινά πρωινά,
εκεί που ο ήλιος δεν λέει να βγει και παλεύει με τα σύννεφα, ακατέργαστο βαμβάκι που απλώνει την γκριζάδα του και φιμώνει οποιαδήποτε ηλιαχτίδα.
Σκέφτομαι τα πρωινά στην Γλυφάδα, στη Θεσσαλονίκη, στα Χανιά, στο Πήλιο, στο Αμύνταιο, στην Κοζάνη, στην Πτολεμαΐδα, στο Λιτόχωρο, στα Ιωάννινα στην Έδεσσα και όπου αλλού με έβγαλε ο δρόμος να ξυπνώ και να έχω αυτό το συναίσθημα.
Σκέφτομαι τους σταθμούς των τρένων, τα λιμάνια και τα αεροδρόμια,
εκεί που με έναν ζεστό καφέ μοιραζόμουν τις ώρες τις μοναξιάς με κόσμο που ποτέ δεν ξαναείδα και ποτέ δεν με ξαναείδαν.
Σκέφτομαι τις διαδρομές πίσω από νοτισμένα παράθυρα και φινιστρίνια,
τον θόρυβο της μηχανής που μονότονα, νωχελικά ξεμοναχιάζει εμένα και τις σκέψεις μου απ’ τον κόσμο και μετά σιωπή.
Σκέφτομαι το περπάτημα σε επαρχιακούς δρόμους ντυμένους στο πλακόστρωτο, νοτισμένους, καθαρισμένους απαλά με την δροσιά της νύχτας που τους έκανε παρέα.
Σκέφτομαι το καφενεδάκι με τις ξύλινες καρέκλες κάτω από τον πλάτανο δίπλα στη βρύση ή στο ρυάκι, εκεί που πίνουν οι παππούδες ρακί, τσίπουρο και καφέ αχνιστό και λένε πρωί- πρωί τις θυμοσοφίες τους.
Σκέφτομαι αυτή τη μυρωδιά του βρεγμένου χώματος που φέρνει η βροχή από μακριά, μυρωδιά που ξυπνάει με μιας το αρχέγονο συναίσθημα του ανθρώπου στη φύση, γλυκό, νοσταλγικό συναίσθημα.
Σκέφτομαι το πρωινό άνοιγμα του ξύλινου παράθυρου που αφήνει τον φρέσκο αέρα να μπει βιαστικός στο δωμάτιο πάνω στο χαγιάτι και στα πνευμόνια μου.
Κι ενώ πίνω τον ζεστό καφέ μου κοιτάζοντας απ’ το παράθυρο το απέναντι και απελπιστικά άδειο μπαλκόνι, πάνω από τα δέντρα του κήπου, σταματώ το ταξίδι των φθινοπωρινών πρωινών, παίρνω ανάσα… μια τελευταία γουλιά καφέ, τις σκέψεις μου και τον δρόμο για τη δουλειά.
Φθινοπωρινά πρωινά μη φύγετε, αύριο πάλι θα ταξιδέψω μαζί σας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου